-
1 ἀντέρεισις
A thrusting against, resistance, Hp.Art. 50; esp. the fulcrum or resistance used in reducing a dislocation, ib. 2; of joints, Arist.IA 705a14; λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος by its resistance, Plu.Lys.12; forward pressure, Ael.Tact.18.8; repulsion, Plu.2.396a, cf. Ph.1.153, Plot.4.3.26(pl.).II Rhet., buttressing, mutual support, of clauses in a period, Demetr.Eloc.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντέρεισις
См. также в других словарях:
περίκλασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [περικλώ] κυκλική κάμψη, συστροφή αρχ. 1. κάμψη, λύγισμα 2. (για στρατό) περιστροφή σε σχήμα τόξου 3. κυκλική, πλήρης ανάκλαση («λάμπειν μὲν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῡ αἰθέρος», Λυσ.) 4. (για άνεμο) αλλαγή διεύθυνσης, πορείας 5.… … Dictionary of Greek